ομοιοκαταληκτώ

ομοιοκαταληκτώ
rimer

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ομοιοκαταληκτώ — (Α ὁμοιοκαταληκτῶ, έω) [ομοιοκατάληκτος] έχω όμοια κατάληξη, είμαι ομοιοκατάληκτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”